- Ταναγρικῇ
- Ταναγρικόςof Tanagrafem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταναγρικῇ — ταναγρική of Tanagra fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναγρική — of Tanagra fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταναγρική — Ταναγρικός of Tanagra fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναγρικῆι — ταναγρικῇ , ταναγρική of Tanagra fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταναγρικῆι — Ταναγρικῇ , Ταναγρικός of Tanagra fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναγρικῆς — ταναγρική of Tanagra fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναγρικήν — ταναγρική of Tanagra fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναγρικός — ή, ό / ταναγρικός, ή, όν, ΝΑ [Τανάγρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Τανάγρα ή προέρχεται από την πόλη Τανάγρα αρχ. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ταναγρική (ενν. γῆ) η χώρα τής Τανάγρας … Dictionary of Greek